- πολύμηνος
- -η, -οαυτός που διαρκεί πολλούς μήνες: Πολύμηνη αναμονή. – Πολύμηνο ταξίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύμηνος — η, ο, Ν 1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες 2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό μηνος, τρί μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek